- ἐνδιατρίψει
- ἐνδιατρί̱ψει , ἐνδιατρίβωspendaor subj act 3rd sg (epic)ἐνδιατρί̱ψει , ἐνδιατρίβωspendfut ind mid 2nd sgἐνδιατρί̱ψει , ἐνδιατρίβωspendfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ασώπιος — Επώνυμο οικογενείας λογίων. 1. Ειρηναίος (Κέρκυρα 1825 – Αθήνα 1905). Λόγιος και δημοσιογράφος. Γιος του Κωνσταντίνου Α. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και στη συνέχεια ιατρικής… … Dictionary of Greek